- καραγκιοζλίδικος
- και καραγκιοζιλίδικος και καραγκιοζλίτικος, -η, -οαυτός που αρμόζει στον Καραγκιόζη, αυτός που οι πράξεις του προκαλούν γέλιο, κωμικός, γελοίος σαν Καραγκιόζης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara-goz-l «γιος τού καραγκιόζη» + κατάλ. -ίδ-ικος (πρβλ. μπελα-λ-ίδ-ικος, σοϊ-λ-ίδ-ικος)].
Dictionary of Greek. 2013.